βλογιοκομμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βλογιοκομμένος | η | βλογιοκομμένη | το | βλογιοκομμένο |
| γενική | του | βλογιοκομμένου | της | βλογιοκομμένης | του | βλογιοκομμένου |
| αιτιατική | τον | βλογιοκομμένο | τη | βλογιοκομμένη | το | βλογιοκομμένο |
| κλητική | βλογιοκομμένε | βλογιοκομμένη | βλογιοκομμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βλογιοκομμένοι | οι | βλογιοκομμένες | τα | βλογιοκομμένα |
| γενική | των | βλογιοκομμένων | των | βλογιοκομμένων | των | βλογιοκομμένων |
| αιτιατική | τους | βλογιοκομμένους | τις | βλογιοκομμένες | τα | βλογιοκομμένα |
| κλητική | βλογιοκομμένοι | βλογιοκομμένες | βλογιοκομμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
βλογιοκομμένος
- άτομο που έχει σημάδια στο πρόσωπο που παρέμειναν μετά την αποθεραπεία από ευλογιά
- (κατ’ επέκταση) άτομο που έχει σημάδια στο πρόσωπο, σημαδεμένος
Μεταφράσεις
βλογιοκομμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.