βλογιοκομμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλογιοκομμένος η βλογιοκομμένη το βλογιοκομμένο
      γενική του βλογιοκομμένου της βλογιοκομμένης του βλογιοκομμένου
    αιτιατική τον βλογιοκομμένο τη βλογιοκομμένη το βλογιοκομμένο
     κλητική βλογιοκομμένε βλογιοκομμένη βλογιοκομμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλογιοκομμένοι οι βλογιοκομμένες τα βλογιοκομμένα
      γενική των βλογιοκομμένων των βλογιοκομμένων των βλογιοκομμένων
    αιτιατική τους βλογιοκομμένους τις βλογιοκομμένες τα βλογιοκομμένα
     κλητική βλογιοκομμένοι βλογιοκομμένες βλογιοκομμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βλογιοκομμένος < βλογιά + -ο- + κομμένος

Μετοχή

βλογιοκομμένος

  1. άτομο που έχει σημάδια στο πρόσωπο που παρέμειναν μετά την αποθεραπεία από ευλογιά
  2. (κατ’ επέκταση) άτομο που έχει σημάδια στο πρόσωπο, σημαδεμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.