ανευλόγητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανευλόγητος η ανευλόγητη το ανευλόγητο
      γενική του ανευλόγητου της ανευλόγητης του ανευλόγητου
    αιτιατική τον ανευλόγητο την ανευλόγητη το ανευλόγητο
     κλητική ανευλόγητε ανευλόγητη ανευλόγητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανευλόγητοι οι ανευλόγητες τα ανευλόγητα
      γενική των ανευλόγητων των ανευλόγητων των ανευλόγητων
    αιτιατική τους ανευλόγητους τις ανευλόγητες τα ανευλόγητα
     κλητική ανευλόγητοι ανευλόγητες ανευλόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανευλόγητος < μεσαιωνική ελληνική ἀνευλόγητος < αρχαία ελληνική εὐλογέω < εὖ + λέγω

Επίθετο

ανευλόγητος, -η, -ο

  1. (λόγιο) που δεν έχει ευλογηθεί
  2. (παρωχημένο) αστεφάνωτος

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.