ευκαταφρόνητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκαταφρόνητος η ευκαταφρόνητη το ευκαταφρόνητο
      γενική του ευκαταφρόνητου της ευκαταφρόνητης του ευκαταφρόνητου
    αιτιατική τον ευκαταφρόνητο την ευκαταφρόνητη το ευκαταφρόνητο
     κλητική ευκαταφρόνητε ευκαταφρόνητη ευκαταφρόνητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκαταφρόνητοι οι ευκαταφρόνητες τα ευκαταφρόνητα
      γενική των ευκαταφρόνητων των ευκαταφρόνητων των ευκαταφρόνητων
    αιτιατική τους ευκαταφρόνητους τις ευκαταφρόνητες τα ευκαταφρόνητα
     κλητική ευκαταφρόνητοι ευκαταφρόνητες ευκαταφρόνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευκαταφρόνητος < αρχαία ελληνική εὐκαταφρόνητος

Επίθετο

ευκαταφρόνητος

  1. που είναι άξιος να καταφρονηθεί ή περιφρονηθεί, ο ασήμαντος, ιδίως όσον αφορά στην ποσότητα ή το μέγεθος
  2. που είναι δυνατόν να αγνοηθεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.