σχάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σχάρα | οι | σχάρες |
| γενική | της | σχάρας | — | |
| αιτιατική | τη | σχάρα | τις | σχάρες |
| κλητική | σχάρα | σχάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σχάρα < αρχαία ελληνική σχάρα < ἐσχάρα
Ουσιαστικό
σχάρα θηλυκό
Μεταφράσεις
σχάρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.