ερυθροφρουρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ερυθροφρουρός | οι | ερυθροφρουροί |
| γενική | του/της | ερυθροφρουρού | των | ερυθροφρουρών |
| αιτιατική | τον/την | ερυθροφρουρό | τους/τις | ερυθροφρουρούς |
| κλητική | ερυθροφρουρέ | ερυθροφρουροί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ερυθροφρουροί στο εργοστάσιο Βουλκάν, στο Πέτρογκραντ της Ρωσίας, 1917

Ερυθροφρουροί στην πλατεία Τιανμεν στο Πεκίνο, 1966
Ετυμολογία
- ερυθροφρουρός < ερυθρο- + φρουρός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική garde rouge[1]
Ουσιαστικό
ερυθροφρουρός αρσενικό ή θηλυκό
- (ιστορία)
- (συνεκδοχικά, πολιτική) στέλεχος του ΚΚΕ εντεταλμένο στον εργασιακό ή σπουδαστικό του χώρο να προωθεί και να διαφυλάττει τη γραμμή του κόμματος
- (συνεκδοχικά) μάχιμος οπαδός ένθερμος υποστηρικτής, του ΚΚΕ
Αναφορές
- ερυθροφρουρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.