γαλαζοφρουρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γαλαζοφρουρός | οι | γαλαζοφρουροί |
| γενική | του | γαλαζοφρουρού | των | γαλαζοφρουρών |
| αιτιατική | τον | γαλαζοφρουρό | τους | γαλαζοφρουρούς |
| κλητική | γαλαζοφρουρέ | γαλαζοφρουροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλαζοφρουρός < γαλάζ(ιος) + -ο- φρουρός, νεολογισμός κατά το πρασινοφρουρός, αλλά με πολύ λιγότερο συχνή χρήση
Ουσιαστικό
γαλαζοφρουρός αρσενικό
- (πολιτική): στέλεχος του κόμματος της ΝΔ (Νέας Δημοκρατίας) εντεταλμένο στον εργασιακό ή σπουδαστικό του χώρο να προωθεί και να διαφυλάττει τη γραμμή του κόμματος
- (συνεκδοχικά) μάχιμος οπαδός, ένθερμος υποστηρικτής, της ΝΔ
Μεταφράσεις
γαλαζοφρουρός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.