εργαστηριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εργαστηριακός | η | εργαστηριακή | το | εργαστηριακό |
| γενική | του | εργαστηριακού | της | εργαστηριακής | του | εργαστηριακού |
| αιτιατική | τον | εργαστηριακό | την | εργαστηριακή | το | εργαστηριακό |
| κλητική | εργαστηριακέ | εργαστηριακή | εργαστηριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εργαστηριακοί | οι | εργαστηριακές | τα | εργαστηριακά |
| γενική | των | εργαστηριακών | των | εργαστηριακών | των | εργαστηριακών |
| αιτιατική | τους | εργαστηριακούς | τις | εργαστηριακές | τα | εργαστηριακά |
| κλητική | εργαστηριακοί | εργαστηριακές | εργαστηριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εργαστηριακός < εργαστήριο + -ακός
Συγγενικά
- εργαστηριακά
- → δείτε τη λέξη εργαστήριο
Μεταφράσεις
εργαστηριακός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.