ἐργαστήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἐργαστήριον | τὰ | ἐργαστήριᾰ |
| γενική | τοῦ | ἐργαστηρίου | τῶν | ἐργαστηρίων |
| δοτική | τῷ | ἐργαστηρίῳ | τοῖς | ἐργαστηρίοις |
| αιτιατική | τὸ | ἐργαστήριον | τὰ | ἐργαστήριᾰ |
| κλητική ὦ! | ἐργαστήριον | ἐργαστήριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐργαστηρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐργαστηρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἐργαστήριον ουδέτερο
- το εργαστήριο
- το εργοστάσιο, το μεταλλείο, το λατομείο
- το κατάστημα, π.χ. το κρεοπωλείο
- (μεταφορικά) το χαμαιτυπείο
Πηγές
- ἐργαστήριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐργαστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.