εκπαιδευτικός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκπαιδευτικός < εκπαιδεύ(ω) + -τικός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ek.pe.ðe.ftiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκπαιδευτικός

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκπαιδευτικός η εκπαιδευτική το εκπαιδευτικό
      γενική του εκπαιδευτικού της εκπαιδευτικής του εκπαιδευτικού
    αιτιατική τον εκπαιδευτικό την εκπαιδευτική το εκπαιδευτικό
     κλητική εκπαιδευτικέ εκπαιδευτική εκπαιδευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκπαιδευτικοί οι εκπαιδευτικές τα εκπαιδευτικά
      γενική των εκπαιδευτικών των εκπαιδευτικών των εκπαιδευτικών
    αιτιατική τους εκπαιδευτικούς τις εκπαιδευτικές τα εκπαιδευτικά
     κλητική εκπαιδευτικοί εκπαιδευτικές εκπαιδευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

εκπαιδευτικός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται ή ανήκει στην εκπαίδευση
    η εκπαιδευτική κοινότητα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη εκπαιδεύω

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εκπαιδευτικός οι εκπαιδευτικοί
      γενική του/της εκπαιδευτικού των εκπαιδευτικών
    αιτιατική τον/την εκπαιδευτικό τους/τις εκπαιδευτικούς
     κλητική εκπαιδευτικέ εκπαιδευτικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

εκπαιδευτικός αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.