βιωματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βιωματικός | η | βιωματική | το | βιωματικό |
| γενική | του | βιωματικού | της | βιωματικής | του | βιωματικού |
| αιτιατική | τον | βιωματικό | τη | βιωματική | το | βιωματικό |
| κλητική | βιωματικέ | βιωματική | βιωματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βιωματικοί | οι | βιωματικές | τα | βιωματικά |
| γενική | των | βιωματικών | των | βιωματικών | των | βιωματικών |
| αιτιατική | τους | βιωματικούς | τις | βιωματικές | τα | βιωματικά |
| κλητική | βιωματικοί | βιωματικές | βιωματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vi.o.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ω‐μα‐τι‐κός
Επίθετο
βιωματικός -ή -ό
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.