εποικοδόμημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εποικοδόμημα τα εποικοδομήματα
      γενική του εποικοδομήματος των εποικοδομημάτων
    αιτιατική το εποικοδόμημα τα εποικοδομήματα
     κλητική εποικοδόμημα εποικοδομήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εποικοδόμημα < ελληνιστική κοινή ἐποικοδόμημα < αρχαία ελληνική ἐποικοδομέω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική superstructure)

Ουσιαστικό

εποικοδόμημα ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) οποιαδήποτε δομή είναι στηριγμένη πάνω σε μια άλλη
    η βάση του τείχους είναι χτισμένη με μεγάλους ογκόλιθους και το εποικοδόμημα αποτελείται από πλίνθους.
  2. (μεταφορικά) οι θεσμοί, αρχές, αντιλήψεις και ιδέες μιας κοινωνίας, τα οποία στηρίζονται στην οικονομική δομή της κοινωνίας σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.