εποικοδομώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εποικοδομώ < αρχαία ελληνική ἐποικοδομέω / ἐποικοδομῶ

Ρήμα

εποικοδομώ (παθητική φωνή: εποικοδομούμαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.