επιταχυνόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιταχυνόμενος | η | επιταχυνόμενη | το | επιταχυνόμενο |
| γενική | του | επιταχυνόμενου | της | επιταχυνόμενης | του | επιταχυνόμενου |
| αιτιατική | τον | επιταχυνόμενο | την | επιταχυνόμενη | το | επιταχυνόμενο |
| κλητική | επιταχυνόμενε | επιταχυνόμενη | επιταχυνόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιταχυνόμενοι | οι | επιταχυνόμενες | τα | επιταχυνόμενα |
| γενική | των | επιταχυνόμενων | των | επιταχυνόμενων | των | επιταχυνόμενων |
| αιτιατική | τους | επιταχυνόμενους | τις | επιταχυνόμενες | τα | επιταχυνόμενα |
| κλητική | επιταχυνόμενοι | επιταχυνόμενες | επιταχυνόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιταχυνόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα επιταχύνομαι
Μεταφράσεις
επιταχυνόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.