επιταχυνσιόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επιταχυνσιόμετρο | τα | επιταχυνσιόμετρα |
| γενική | του | επιταχυνσιόμετρου & επιταχυνσιομέτρου |
των | επιταχυνσιόμετρων & επιταχυνσιομέτρων |
| αιτιατική | το | επιταχυνσιόμετρο | τα | επιταχυνσιόμετρα |
| κλητική | επιταχυνσιόμετρο | επιταχυνσιόμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιταχυνσιόμετρο < επιτάχυνση + -ο- + -μετρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική accelerometer)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις επιτάχυνση, ταχύς και μέτρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.