επιταχυνσιογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επιταχυνσιογράφος | οι | επιταχυνσιογράφοι |
| γενική | του | επιταχυνσιογράφου | των | επιταχυνσιογράφων |
| αιτιατική | τον | επιταχυνσιογράφο | τους | επιταχυνσιογράφους |
| κλητική | επιταχυνσιογράφε | επιταχυνσιογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιταχυνσιογράφος < επιτάχυνση + -ο- + -γράφος
Μεταφράσεις
επιταχυνσιογράφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.