επισφάλεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επισφάλεια | οι | επισφάλειες |
| γενική | της | επισφάλειας | των | επισφαλειών |
| αιτιατική | την | επισφάλεια | τις | επισφάλειες |
| κλητική | επισφάλεια | επισφάλειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επισφάλεια < επισφαλής + -ια < αρχαία ελληνική ἐπισφαλής < ἐπί + σφάλλω
Ουσιαστικό
επισφάλεια θηλυκό
- κατάσταση ανασφάλειας και αβεβαιότητας, που προκαλεί ανησυχία
- (οικονομία) χρέος που είναι αβέβαιο αν θα εισπραχθεί
- Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, καθώς οι δανειολήπτες δεν μπορούν να πληρώσουν, οι τράπεζες γράφουν ολοένα και μεγαλύτερες επισφάλειες και η ρευστότητα στην αγορά τελικά δεν αυξάνεται. (*)
Μεταφράσεις
ανασφάλεια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.