επισφαλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επισφαλής η επισφαλής το επισφαλές
      γενική του επισφαλούς* της επισφαλούς του επισφαλούς
    αιτιατική τον επισφαλή την επισφαλή το επισφαλές
     κλητική επισφαλή(ς) επισφαλής επισφαλές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επισφαλείς οι επισφαλείς τα επισφαλή
      γενική των επισφαλών των επισφαλών των επισφαλών
    αιτιατική τους επισφαλείς τις επισφαλείς τα επισφαλή
     κλητική επισφαλείς επισφαλείς επισφαλή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επισφαλής < αρχαία ελληνική ἐπισφαλής < ἐπί + σφάλλω

Επίθετο

επισφαλής

  1. που δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί να γίνει, αβέβαιος
  2. που μπορεί να περιέχει κινδύνους, επίφοβος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.