επιλόχειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιλόχειος η επιλόχεια
& επιλόχειος
το επιλόχειο
      γενική του επιλόχειου
& επιλοχείου
της επιλόχειας
& επιλοχείου
του επιλόχειου
& επιλοχείου
    αιτιατική τον επιλόχειο την επιλόχεια
& επιλόχειο
το επιλόχειο
     κλητική επιλόχειε επιλόχεια
& επιλόχειε
επιλόχειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιλόχειοι οι επιλόχειες
& επιλόχειοι
τα επιλόχεια
      γενική των επιλόχειων
& επιλοχείων
των επιλόχειων
& επιλοχείων
των επιλόχειων
& επιλοχείων
    αιτιατική τους επιλόχειους
& επιλοχείους
τις επιλόχειες
& επιλοχείους
τα επιλόχεια
     κλητική επιλόχειοι επιλόχειες
& επιλόχειοι
επιλόχεια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιλόχειος < επι- + λοχεί(α) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈlo.çi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιλόχειος

Επίθετο

επιλόχειος, -α / -ος, -ο

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.