sad
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | sad |
| συγκριτικός | sadder / more sad |
| υπερθετικός | saddest / most sad |
Ετυμολογία
- sad < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική sad < αγγλοσαξονική sæd (ικανοποιημένος) < πρωτογερμανική *sadaz (ικανοποιημένος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂- (ικανοποιώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sæd/
- ⓘ
Επίθετο
sad (en)
Εκφράσεις
- sadder but wiser: το πάθημα μάθημα → δείτε τη λέξη πάθημα
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.