μαιευτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαιευτήρας | οι | μαιευτήρες |
| γενική | του | μαιευτήρα | των | μαιευτήρων |
| αιτιατική | τον | μαιευτήρα | τους | μαιευτήρες |
| κλητική | μαιευτήρα | μαιευτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαιευτήρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μαιευτήρας αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) γιατρός γυναικολόγος με ειδικότητα την προετοιμασία και την επίβλεψη του τοκετού
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μαιευτήρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.