επίκειται

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επίκειται < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίκειμαι στο τρίτο πρόσωπο ενικού < ἐπί + κεῖμαι (επί- + κείμαι)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.ci.te/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επίκειται

Ρήμα

επίκειται (ενικός), επίκεινται (πληθυντικός), μτχ.π.ε.: επικείμενος

  • (λόγιο, απρόσωπο ρήμα, γ' πρόσωπο) που αναμένεται να συμβεί πολύ σύντομα, που πρόκειται να συμβεί
    επίκειται πολιτική θύελλα μετά τις τελευταίες δηλώσεις του πρωθυπουργού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.