υποκλάση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποκλάση | οι | υποκλάσεις |
| γενική | της | υποκλάσης* | των | υποκλάσεων |
| αιτιατική | την | υποκλάση | τις | υποκλάσεις |
| κλητική | υποκλάση | υποκλάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υποκλάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποκλάση < υπο- + κλάση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική subclass
Ουσιαστικό
υποκλάση θηλυκό
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η κλάση που δημιουργείται από άλλη κλάση (την υπερκλάση της) και κληρονομεί τις ιδιότητες (τα μέλη δεδομένων) και τις μεθόδους της
Αντώνυμα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.