επικαλύψεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επικαλύψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικαλύπτω
  2. θα επικαλύψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικαλύπτω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επικαλύψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επικάλυψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.