overwrite
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ⓘ
Ρήμα
overwrite (en)
- (πληροφορική) η κυριολεκτική έννοια του «γράφω επάνω», όπου μιά νεώτερη οντότητα γράφεται πάνω σε παλαιότερη η οποία και καταστρέφεται (αντικαθίσταται)
- (δεδομένα) η αντικατάσταση δεδομένων, με την εγγραφή νέων δεδομένων πάνω στη θέση της μνήμης που ήταν αποθηκευμένα τα παλαιότερα δεδομένα
- (προγραμματισμός) η αντικατάσταση οντοτήτων όπως μιας συνάρτησης, που σε κάποιες γλώσσες προγραμματισμού (π.χ. Python) όταν ορίζεται εκ νέου μία συνάρτηση (με το ίδιο όνομα) ο παλαιότερος ορισμός παύει να υπάρχει
- Δείτε τον όρο: override, όπου η παλαιότερη οντότητα δεν αντικαθίσταται (δεν καταστρέφεται) αλλά επικαλύπτεται, συνεχίζει να υπάρχει και μπορεί να χρησιμοποιηθεί
Συγγενικά
-
overwrite στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.