επιδειξιομανής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιδειξιομανής | η | επιδειξιομανής | το | επιδειξιομανές |
| γενική | του | επιδειξιομανούς* | της | επιδειξιομανούς | του | επιδειξιομανούς |
| αιτιατική | τον | επιδειξιομανή | την | επιδειξιομανή | το | επιδειξιομανές |
| κλητική | επιδειξιομανή(ς) | επιδειξιομανής | επιδειξιομανές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιδειξιομανείς | οι | επιδειξιομανείς | τα | επιδειξιομανή |
| γενική | των | επιδειξιομανών | των | επιδειξιομανών | των | επιδειξιομανών |
| αιτιατική | τους | επιδειξιομανείς | τις | επιδειξιομανείς | τα | επιδειξιομανή |
| κλητική | επιδειξιομανείς | επιδειξιομανείς | επιδειξιομανή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιδειξιομανής < επίδειξη + -ο- + -μανής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική exhibitionniste)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.ði.ksi.o.maˈnis/
Επίθετο
επιδειξιομανής
- που του αρέσει να επιδεικνύεται, να προβάλλεται
- (ψυχιατρική) που επιδεικνύει τη γύμνια του ή τα γεννητικά όργανα σε άλλους
Συγγενικά
- επιδειξιομανία / επιδειξιμανία
- → δείτε τις λέξεις επίδειξη, δείχνω και μανία
Μεταφράσεις
επιδειξιομανής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.