-μανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -μανής η -μανής το -μανές
      γενική του -μανούς* της -μανούς του -μανούς
    αιτιατική τον -μανή τη(ν) -μανή το -μανές
     κλητική -μανή(ς) -μανής -μανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -μανείς οι -μανείς τα -μανή
      γενική των -μανών των -μανών των -μανών
    αιτιατική τους -μανείς τις -μανείς τα -μανή
     κλητική -μανείς -μανείς -μανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-μανής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -μανής < μαν(ία) + -ής.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -μανής

Επίθημα

-μανής, -ής, -ές

  • δεύτερο συνθετικό για το σχηματισμό ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων όπου το πρόσωπο
    1. τείνει σε υπερβολική ικανοποίηση της σημασίας του πρώτου συνθετικού
      τελειομανής
    2. (ψυχιατρική) διακατέχεται από παθολογική μανία που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
      πυρομανής

Παράγωγα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μανής στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.