επιδειξίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιδειξίας οι επιδειξίες
      γενική του επιδειξία των επιδειξιών
    αιτιατική τον επιδειξία τους επιδειξίες
     κλητική επιδειξία επιδειξίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιδειξίας < επίδειξ(η) + -ίας, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exhibitionniste

Ουσιαστικό

επιδειξίας αρσενικό

  1. αυτός που προκαλεί, ιδίως με την επίδειξη των γεννητικών του οργάνων
  2. (ιατρική) αυτός που πάσχει από επιδειξιομανία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.