επιδειξίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επιδειξίας | οι | επιδειξίες |
| γενική | του | επιδειξία | των | επιδειξιών |
| αιτιατική | τον | επιδειξία | τους | επιδειξίες |
| κλητική | επιδειξία | επιδειξίες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιδειξίας < επίδειξ(η) + -ίας, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exhibitionniste
Ουσιαστικό
επιδειξίας αρσενικό
- αυτός που προκαλεί, ιδίως με την επίδειξη των γεννητικών του οργάνων
- (ιατρική) αυτός που πάσχει από επιδειξιομανία
Μεταφράσεις
επιδειξίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.