γεννητικά όργανα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γεννητικά όργανα < γεννητικός και όργανο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.ni.tiˈka ˈoɾ.ɣa.na/
Πολυλεκτικός όρος
γεννητικά όργανα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα όργανα που συμμετέχουν στην ερωτική πράξη και την αναπαραγωγή· το πέος και οι όρχεις για τον άντρα, το αιδοίο για τη γυναίκα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.