γύμνια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γύμνια οι γύμνιες
      γενική της γύμνιας
    αιτιατική τη γύμνια τις γύμνιες
     κλητική γύμνια γύμνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γύμνια < μεσαιωνική ελληνική γύμνια < γυμν(ός) + -ια

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝi.mɲa/

Ουσιαστικό

γύμνια θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το να είναι κάποιος γυμνός
  2. (μεταφορικά) η έλλειψη, η ένδεια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.