επιδειξιμανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιδειξιμανία | οι | επιδειξιμανίες |
| γενική | της | επιδειξιμανίας | των | επιδειξιμανιών |
| αιτιατική | την | επιδειξιμανία | τις | επιδειξιμανίες |
| κλητική | επιδειξιμανία | επιδειξιμανίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιδειξιμανία < επιδειξιμανής + -ία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.ði.ksi.maˈni.a/
Μεταφράσεις
επιδειξιμανία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.