επάρατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επάρατος η επάρατη το επάρατο
      γενική του επάρατου της επάρατης του επάρατου
    αιτιατική τον επάρατο την επάρατη το επάρατο
     κλητική επάρατε επάρατη επάρατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επάρατοι οι επάρατες τα επάρατα
      γενική των επάρατων των επάρατων των επάρατων
    αιτιατική τους επάρατους τις επάρατες τα επάρατα
     κλητική επάρατοι επάρατες επάρατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επάρατος < αρχαία ελληνική ἐπαρῶμαι < ἐπί + ἀρῶμαι (< ἀρά : η προσευχή, η κατάρα)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpa.ɾa.tos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /eˈpa.ɾa.ti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /eˈpa.ɾa.to/ ουδέτερο

Επίθετο

επάρατος

Εκφράσεις

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.