ἀρά

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρᾱ́ αἱ ἀραί
      γενική τῆς ἀρᾶς τῶν ἀρῶν
      δοτική τῇ ἀρ ταῖς ἀραῖς
    αιτιατική τὴν ἀρᾱ́ν τὰς ἀρᾱ́ς
     κλητική ! ἀρᾱ́ ἀραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἀραῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀρά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἀρά θηλυκό

  1. ευχή, προσευχή
  2. κατάρα, ιδιαίτερα θρησκευτική
  3. καταστροφή, όλεθρος
  4. Ἀρά: η θεά της εκδίκησης και του ολέθρου

  • ιωνικός τύπος: ἀρή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.