επικατάρατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικατάρατος η επικατάρατη το επικατάρατο
      γενική του επικατάρατου της επικατάρατης του επικατάρατου
    αιτιατική τον επικατάρατο την επικατάρατη το επικατάρατο
     κλητική επικατάρατε επικατάρατη επικατάρατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικατάρατοι οι επικατάρατες τα επικατάρατα
      γενική των επικατάρατων των επικατάρατων των επικατάρατων
    αιτιατική τους επικατάρατους τις επικατάρατες τα επικατάρατα
     κλητική επικατάρατοι επικατάρατες επικατάρατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επικατάρατος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπικατάρατος[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + κατάρατος

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.kaˈta.ɾa.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επικατάρατος

Επίθετο

επικατάρατος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.