επάλληλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επάλληλος | η | επάλληλη | το | επάλληλο |
| γενική | του | επάλληλου | της | επάλληλης | του | επάλληλου |
| αιτιατική | τον | επάλληλο | την | επάλληλη | το | επάλληλο |
| κλητική | επάλληλε | επάλληλη | επάλληλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επάλληλοι | οι | επάλληλες | τα | επάλληλα |
| γενική | των | επάλληλων | των | επάλληλων | των | επάλληλων |
| αιτιατική | τους | επάλληλους | τις | επάλληλες | τα | επάλληλα |
| κλητική | επάλληλοι | επάλληλες | επάλληλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επάλληλος < αρχαία ελληνική ἐπάλληλος ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά superposé ή (αρχαία ελληνικά) ὑπάλληλος)
Επίθετο
επάλληλος, -η, -ο
- κάτι που βρίσκεται πάνω σε κάτι όμοιο
- επάλληλα πεδία και επιφάνειες
- ο διαδοχικός, αυτός που είναι συνεχής, που γίνεται ο ένας μετά τον άλλο
- επάλληλη κλιμάκωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.