επάλληλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επάλληλος η επάλληλη το επάλληλο
      γενική του επάλληλου της επάλληλης του επάλληλου
    αιτιατική τον επάλληλο την επάλληλη το επάλληλο
     κλητική επάλληλε επάλληλη επάλληλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επάλληλοι οι επάλληλες τα επάλληλα
      γενική των επάλληλων των επάλληλων των επάλληλων
    αιτιατική τους επάλληλους τις επάλληλες τα επάλληλα
     κλητική επάλληλοι επάλληλες επάλληλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επάλληλος < αρχαία ελληνική ἐπάλληλος ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά superposé ή (αρχαία ελληνικά) ὑπάλληλος)

Επίθετο

επάλληλος, -η, -ο

  1. κάτι που βρίσκεται πάνω σε κάτι όμοιο
    επάλληλα πεδία και επιφάνειες
  2. ο διαδοχικός, αυτός που είναι συνεχής, που γίνεται ο ένας μετά τον άλλο
    επάλληλη κλιμάκωση

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.