επανωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επανωτός η επανωτή το επανωτό
      γενική του επανωτού της επανωτής του επανωτού
    αιτιατική τον επανωτό την επανωτή το επανωτό
     κλητική επανωτέ επανωτή επανωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επανωτοί οι επανωτές τα επανωτά
      γενική των επανωτών των επανωτών των επανωτών
    αιτιατική τους επανωτούς τις επανωτές τα επανωτά
     κλητική επανωτοί επανωτές επανωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επανωτός < επάνω + -τός

Επίθετο

επανωτός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.