αλυσωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλυσωτός η αλυσωτή το αλυσωτό
      γενική του αλυσωτού της αλυσωτής του αλυσωτού
    αιτιατική τον αλυσωτό την αλυσωτή το αλυσωτό
     κλητική αλυσωτέ αλυσωτή αλυσωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλυσωτοί οι αλυσωτές τα αλυσωτά
      γενική των αλυσωτών των αλυσωτών των αλυσωτών
    αιτιατική τους αλυσωτούς τις αλυσωτές τα αλυσωτά
     κλητική αλυσωτοί αλυσωτές αλυσωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλυσωτός < άλυσος + -ωτός

Επίθετο

αλυσωτός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.