ἐπάλληλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπάλληλος | ἡ | ἐπαλλήλη | τὸ | ἐπάλληλον |
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐπαλλήλου | τῆς | ἐπαλλήλης | τοῦ | ἐπαλλήλου |
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐπαλλήλῳ | τῇ | ἐπαλλήλῃ | τῷ | ἐπαλλήλῳ |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπάλληλον | τὴν | ἐπαλλήλην | τὸ | ἐπάλληλον |
| κλητική ὦ! | ἐπάλληλε | ἐπαλλήλη | ἐπάλληλον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπάλληλοι | αἱ | ἐπάλληλαι | τὰ | ἐπάλληλᾰ |
| γενική | τῶν | ἐπαλλήλων | τῶν | ἐπαλλήλων | τῶν | ἐπαλλήλων |
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπαλλήλοις | ταῖς | ἐπαλλήλαις | τοῖς | ἐπαλλήλοις |
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπαλλήλους | τὰς | ἐπαλλήλᾱς | τὰ | ἐπάλληλᾰ |
| κλητική ὦ! | ἐπάλληλοι | ἐπάλληλαι | ἐπάλληλᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπαλλήλω | τὼ | ἐπαλλήλᾱ | τὼ | ἐπαλλήλω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπαλλήλοιν | τοῖν | ἐπαλλήλαιν | τοῖν | ἐπαλλήλοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- ἐπαλλήλως
- → δείτε τη λέξη ἄλλος
Πηγές
- ἐπάλληλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπάλληλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.