εξανθηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξανθηματικός | η | εξανθηματική | το | εξανθηματικό |
| γενική | του | εξανθηματικού | της | εξανθηματικής | του | εξανθηματικού |
| αιτιατική | τον | εξανθηματικό | την | εξανθηματική | το | εξανθηματικό |
| κλητική | εξανθηματικέ | εξανθηματική | εξανθηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξανθηματικοί | οι | εξανθηματικές | τα | εξανθηματικά |
| γενική | των | εξανθηματικών | των | εξανθηματικών | των | εξανθηματικών |
| αιτιατική | τους | εξανθηματικούς | τις | εξανθηματικές | τα | εξανθηματικά |
| κλητική | εξανθηματικοί | εξανθηματικές | εξανθηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξανθηματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική exanthématique < αρχαία ελληνική ἐξάνθημα
Επίθετο
εξανθηματικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με εξάνθημα, αναφέρεται σ’ αυτό ή προκαλεί εξανθήματα
- εξανθηματικός τύφος
- εξανθηματική νόσος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.