τσούξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσούξιμο τα τσουξίματα
      γενική του τσουξίματος των τσουξιμάτων
    αιτιατική το τσούξιμο τα τσουξίματα
     κλητική τσούξιμο τσουξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσούξιμο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τσούξιμο ουδέτερο

  1. οξύς πόνος• συχνά επιφανειακός
  2. μπεκρούλιασμα, παράπιομα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.