εξάνθηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξάνθηση | οι | εξανθήσεις |
| γενική | της | εξάνθησης* | των | εξανθήσεων |
| αιτιατική | την | εξάνθηση | τις | εξανθήσεις |
| κλητική | εξάνθηση | εξανθήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξανθήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξάνθηση < ελληνιστική κοινή ἐξάνθησις < αρχαία ελληνική ἐξανθέω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.