εξάνθηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξάνθηση οι εξανθήσεις
      γενική της εξάνθησης* των εξανθήσεων
    αιτιατική την εξάνθηση τις εξανθήσεις
     κλητική εξάνθηση εξανθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξανθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξάνθηση < ελληνιστική κοινή ἐξάνθησις < αρχαία ελληνική ἐξανθέω

Ουσιαστικό

εξάνθηση θηλυκό

  1. (ιατρική) άλλη μορφή του εξάνθημα
  2. (βοτανική) άλλη μορφή του άνθηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.