ενυπόθηκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενυπόθηκος | η | ενυπόθηκη | το | ενυπόθηκο |
| γενική | του | ενυπόθηκου | της | ενυπόθηκης | του | ενυπόθηκου |
| αιτιατική | τον | ενυπόθηκο | την | ενυπόθηκη | το | ενυπόθηκο |
| κλητική | ενυπόθηκε | ενυπόθηκη | ενυπόθηκο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενυπόθηκοι | οι | ενυπόθηκες | τα | ενυπόθηκα |
| γενική | των | ενυπόθηκων | των | ενυπόθηκων | των | ενυπόθηκων |
| αιτιατική | τους | ενυπόθηκους | τις | ενυπόθηκες | τα | ενυπόθηκα |
| κλητική | ενυπόθηκοι | ενυπόθηκες | ενυπόθηκα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενυπόθηκος < μεσαιωνική ελληνική ἐνυπόθηκος < αρχαία ελληνική ὑποθήκη < ὑποτίθημι < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁- (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική hypothéqué)
Επίθετο
ενυπόθηκος, -η, -ο
- που έχει εξασφαλιστεί ή επιβαρυνθεί με υποθήκη
- ≠ αντώνυμα: ανυπόθηκος
- Η κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ επηρέασε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης. (*)
- (σπάνιο) υποθηκευμένος
- Αυτός λοιπόν, ο μέσος μισθωτός σκλάβος (τελικά εγώ ή εσείς) πιθανότατα θα κάνει αδιαμαρτύρητα τις πληρωτέες και απλήρωτες υπερωρίες του, γιατί πράγματι έχει να χάσει πολύ περισσότερα από τις αλυσίδες του: έχει να χάσει το ενυπόθηκο ακίνητό του, το ανεξόφλητο αυτοκίνητό του, τις πιστωτικές κάρτες του, το επίπεδο ζωής του, τη στοιχειώδη οργάνωση της καθημερινότητάς του. (*)
- ≠ αντώνυμα: ανυποθήκευτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.