υποθηκευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποθηκευμένος η υποθηκευμένη το υποθηκευμένο
      γενική του υποθηκευμένου της υποθηκευμένης του υποθηκευμένου
    αιτιατική τον υποθηκευμένο την υποθηκευμένη το υποθηκευμένο
     κλητική υποθηκευμένε υποθηκευμένη υποθηκευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποθηκευμένοι οι υποθηκευμένες τα υποθηκευμένα
      γενική των υποθηκευμένων των υποθηκευμένων των υποθηκευμένων
    αιτιατική τους υποθηκευμένους τις υποθηκευμένες τα υποθηκευμένα
     κλητική υποθηκευμένοι υποθηκευμένες υποθηκευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υποθηκευμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου υποθηκεύω

Μετοχή

υποθηκευμένος, -η, -ο

  • που έχει υποθηκευτεί, έχει μπει αμανάτι (μόνον για άψυχα ή αφηρημένες έννοιες, όχι για έμψυχα)
    υποθηκευμένο ακίνητο / υποθηκευμένη περιουσία / το υποθηκευμένο μέλλον των παιδιών μας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.