εντατική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντατική οι εντατικές
      γενική της εντατικής των εντατικών
    αιτιατική την εντατική τις εντατικές
     κλητική εντατική εντατικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εντατική < Μονάδα Εντατικής Θεραπείας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ICU / intensive care unit)

Ουσιαστικό

εντατική θηλυκό

  1. (ιατρική) η μονάδα ενός νοσοκομείου για τους ασθενείς σε κρίσιμη κατάσταση που χρειάζονται 24ωρη παρακολούθηση και εντατική νοσηλεία
      Στην εντατική ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας. Τι αναφέρει το ιατρικό ανακοινωθέν. (εφ. Το Βήμα, 12/11/2020)
  2. (μεταφορικά) η άσχημη κατάσταση, με σοβαρά προβλήματα
      Στην Εντατική το όραμα της Ευρώπης (εφ. Ελευθεροτυπία, 09.02.2013)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εντατική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.