εντείνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εντείνω < αρχαία ελληνική ἐντείνω < ἐν + τείνω

Ρήμα

εντείνω (παθητική φωνή: εντείνομαι)

  1. κάνω κάτι πιο έντονο και δυνατό
  2. (μεταφορικά) επιδεινώνω

Συγγενικά

  • ένταση
  • εντατικοποίηση
  • εντατικοποιώ
  • εντατικά
  • εντατική
  • εντατική ανάγνωση
  • εντατικός
  • εντατικότητα
  • εντατικώς
  • εντεινόμενος
  • εντεταμένος
  • έντονα
  • έντονος
  • εντονότητα
  • εντόνως
  • προένταση
  • προεντείνω
  • προεντεταμένος
  • υπερένταση
  • → δείτε τις λέξεις εν και τείνω

Μεταφράσεις

    εντείνω
  • αγγλικά : step up (en), intensify (en), escalate (en)
  • γαλλικά : intensifier (fr)
  • ισπανικά : intensificar (es),
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.