εντατικολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντατικολογία οι εντατικολογίες
      γενική της εντατικολογίας των εντατικολογιών
    αιτιατική την εντατικολογία τις εντατικολογίες
     κλητική εντατικολογία εντατικολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εντατικολογία < εντατικολόγος + -ία

Ουσιαστικό

εντατικολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.