σοβαρά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σοβαρά < σοβαρός

Επίρρημα

σοβαρά

  1. με σοβαρότητα, χωρίς αστεία
    Σου μιλάω σοβαρά, κι αν θέλεις, πίστεψέ με.
  2. (ως ερώτηση) μπορεί να δηλώνει ειρωνεία και αμφισβήτηση όσων λέχθηκαν προηγουμένως
    - Μας υποσχέθηκε ότι θα μας δανείσει ένα ποσόν.
    - Σοβαρά; Αυτός έχει καβούρια στις τσέπες.

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σοβαρά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.