σοβαρά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
σοβαρά < σοβαρός
Επίρρημα
σοβαρά
- με σοβαρότητα, χωρίς αστεία
- Σου μιλάω σοβαρά, κι αν θέλεις, πίστεψέ με.
- (ως ερώτηση) μπορεί να δηλώνει ειρωνεία και αμφισβήτηση όσων λέχθηκαν προηγουμένως
- - Μας υποσχέθηκε ότι θα μας δανείσει ένα ποσόν.
- - Σοβαρά; Αυτός έχει καβούρια στις τσέπες.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.