ΜΑΦ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΜΑΦ < αρχικά γράμματα στον ορισμό
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmaf/
Συντομομορφή
ΜΑΦ θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο
- (ιατρική) Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας: ειδικό νοσοκομειακό τμήμα για ασθενείς που χρειάζονται μετεγχειρητική φροντίδα ή μόλις έχουν εξέλθει από ΜΕΘ και βρίσκονται σε πρώιμη φάση αποκατάστασης
Μεταφράσεις
ΜΑΦ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.