εντατικολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | εντατικολόγος | οι | εντατικολόγοι |
| γενική | του/της | εντατικολόγου | των | εντατικολόγων |
| αιτιατική | τον/την | εντατικολόγο | τους/τις | εντατικολόγους |
| κλητική | εντατικολόγε | εντατικολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εντατικολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) γιατρός που εργάζεται στην εντατική ή είναι υπεύθυνος για την εύρυθμη λειτουργία της
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εντατικολόγος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.