εντατικολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εντατικολογικός | η | εντατικολογική | το | εντατικολογικό |
| γενική | του | εντατικολογικού | της | εντατικολογικής | του | εντατικολογικού |
| αιτιατική | τον | εντατικολογικό | την | εντατικολογική | το | εντατικολογικό |
| κλητική | εντατικολογικέ | εντατικολογική | εντατικολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εντατικολογικοί | οι | εντατικολογικές | τα | εντατικολογικά |
| γενική | των | εντατικολογικών | των | εντατικολογικών | των | εντατικολογικών |
| αιτιατική | τους | εντατικολογικούς | τις | εντατικολογικές | τα | εντατικολογικά |
| κλητική | εντατικολογικοί | εντατικολογικές | εντατικολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εντατικολογικός < εντατικολόγος + -ικός
Επίθετο
εντατικολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με τον εντατικολόγο ή την εντατικολογία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εντατικολόγος, εντατική και λέγω
Μεταφράσεις
εντατικολογικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.