αλληλοενημέρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλοενημέρωση οι αλληλοενημερώσεις
      γενική της αλληλοενημέρωσης* των αλληλοενημερώσεων
    αιτιατική την αλληλοενημέρωση τις αλληλοενημερώσεις
     κλητική αλληλοενημέρωση αλληλοενημερώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλοενημερώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλληλοενημέρωση < αλληλο- + ενημέρωση

Ουσιαστικό

αλληλοενημέρωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.